Loading...
Art

Εκατό χρόνια μοναξιά – Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Βιβλίο)

Το αριστούργημα του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ, επανακυκλοφόρησε στις 21 Ιουνίου από τις Εκδόσεις Ψυχογιός!

Υπόθεση 

Πολλά χρόνια μετά, μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θα έφερνε στον νου του το μακρινό απόγευμα που ο πατέρας του τον πήγε να γνωρίσει τον πάγο…

Μ’ αυτά τα λόγια ξεκινά ένα από τα γοητευτικότερα και πιο φημισμένα μυθιστορήματα του εικοστού αιώνα. Ένα έργο που «από στόμα σε στόμα», όπως άρεσε στον συγγραφέα του να λέει, διαβάστηκε από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλες τις γλώσσες του κόσμου και η συμβολή του υπήρξε καθοριστική στη βράβευση του Μάρκες με το Νομπέλ Λογοτεχνίας.

Η ιστορία μιας πόλης, του Μακόντο, και μιας οικογένειας, των Μπουενδία – και μέσα από τα πάθη, τα όνειρα, τις τραγωδίες, τις προδοσίες, τις ανακαλύψεις, τα θαύματα, τα μυστήρια και τις διαψεύσεις τους, η ιστορία μιας χώρας, μιας ηπείρου και ολόκληρου του κόσμου.

Διαβάστε απόσπασμα 


  • Κατηγορία: Λογοτεχνία
  • Θεματική κατηγορία: Κοινωνικό
  • Σειρά: Ξένη λογοτεχνία
  • Ημ. Έκδοσης: 21/06/2018
  • Σελίδες: 496
  • Ηλικία: 18+
  • ISBN: 978-618-01-2178-0
  • Σχήμα: 14 x 21 cm
  • Βιβλιοδεσία: ΧΑΡΤΟΔΕΤΟ
  • Μεταφραστής: Παλαιολόγου Μαρία
  • Εκδόσεις: Ψυχογιός

«Ο Δον Κιχώτης του καιρού μας». – Πάμπλο Νερούδα

«Το πρώτο λογοτεχνικό έργο μετά τη Γένεση που πρέπει να διαβαστεί από όλο το ανθρώπινο γένος». – The New York Times Book Review

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛ ΓΚΑΡΣΙΑ ΜΑΡΚΕΣ

Θεωρείται ο σημαντικότερος εκπρόσωπος του λογοτεχνικού ρεύματος του μαγικού ρεαλισμού και ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της παγκόσμιας λογοτεχνίας, ενώ το 1982 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αυτός είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες!

Γεννήθηκε στην Αρακατάκα, πόλη της Κολομβίας, στις 6 Μαρτίου του 1927. Ήταν το πρώτο παιδί από συνολικά 7 αγόρια και 4 κορίτσια του Γκαμπριέλ Ελίχιο Γκαρσία και της Λουίσα Σαντιάγα Μάρκες Ιγουαράν. Από τα δύο έως τα εννέα του χρόνια μεγάλωσε με τους παππούδες του, μιας και οι γονείς του -η έμπνευση του για το βιβλίο Ο ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΟΛΕΡΑΣ- μετακόμισαν στην Μπαρανκίλα χωρίς αυτόν.

Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά, όχι μόνο για τη ζωή του, αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του αφηγούνταν η γιαγιά του για τους θρύλους και τις λαϊκές παραδόσεις της Κολομβίας, καθόρισαν τη φαντασία του και σμίλεψαν το προσωπικό του στυλ γραφής. Αν και δεν ήταν ιδιαίτερα μελετηρός, κατάφερνε να είναι από τους πρώτους μαθητές στο κολλέγιο των Ιησουιτών «Σαν Χοσέ» της Μπαρανκίλια, όπου μάλιστα το 1942 του απονεμήθηκε και μετάλλιο αριστείου. Το 1947 ξεκίνησε τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Εθνικού Πανεπιστημίου της Κολομβίας στην Μπογκοτά, όντας σίγουρος πως το μόνο που δεν ήθελε ήταν να γίνει δικηγόρος.

Πρωτοεμφανίστηκε ως συγγραφέας το 1947, όταν το διήγημά του «Η τρίτη παραίτηση» δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα El Espectador, χαρίζοντάς του τον τίτλο του πολλά υποσχόμενου συγγραφέα. Συνέχισε με δημοσιεύσεις και άλλων διηγημάτων, ενώ το 1955 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα με τίτλο «Ανεμοσκορπίσματα».

Το 1958 παντρεύτηκε την από χρόνια αγαπημένη του φαρμακοποιό Μερσέδες Μπάρτσα Πάρδο. Η γνωριμία τους ξεκίνησε το 1943, όταν η Μερσέδες ήταν 13 ετών. Παντρεύτηκαν 15 χρόνια μετά, και απέκτησαν δύο γιούς. Πέρασαν όλα τα υπόλοιπα χρόνια μαζί αγαπημένοι, ενώ ο Μάρκες την ενσωμάτωσε στον λογοτεχνικό του κόσμο, αφού σε τρία βιβλία υπάρχει αυτούσια η μορφή της και τα συναισθήματά του γι’ αυτήν. Τη δεκαετία ’60 μετακόμισε στην πόλη του Μεξικού, όπου εργάστηκε ως δημοσιογράφος, αρθρογράφος και σεναριογράφος.

Το 1965, αφού τακτοποίησε όλες τις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη συγγραφή του αριστουργήματός του ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ. Επί ένα χρόνο δούλευε καθημερινά σχεδόν 8 ώρες, κλεισμένος στη σπηλιά της μαφίας, όπως ονόμαζε το γραφείο του. Στις 30 Μαΐου του 1967 εκδόθηκε το μυθιστόρημά του ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ, αποκομίζοντας αμέσως τις θετικότερες κριτικές. Η πρώτη έκδοση του βιβλίου ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ εξαντλήθηκε σε μια βδομάδα. Την επόμενη βδομάδα εξαντλήθηκε και η δεύτερη έκδοση, και ξεμένοντας από δημοσιογραφικό χαρτί, ο εκδοτικός οίκος έκανε την τρίτη έκδοση τον Σεπτέμβρη του 1967. Οι πωλήσεις του βιβλίου σήμερα έχουν ξεπεράσει τα 30 εκατομμύρια αντίτυπα παγκοσμίως.

Οι μεγαλύτερες λογοτεχνικές επιρροές του ήταν ο παππούς και η γιαγιά του, και το βιβλίο «Χίλιες και μια Νύχτες». Όπως έλεγε ο ίδιος, το λογοτεχνικό του αριστούργημα ΕΚΑΤΟ ΧΡΟΝΙΑ ΜΟΝΑΞΙΑ πήγασε από την εμμονή του να επιστρέψει στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς. Το 1982 τιμήθηκε με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για τα μυθιστορήματα και τα διηγήματά του, στα οποία το φανταστικό και το πραγματικό συνδυάζονται σε έναν πλούσιο κόσμο φαντασίας, αντανακλώντας τη ζωή και τις συγκρούσεις μιας ηπείρου».

Υπήρξε φίλος του Φιντέλ Κάστρο, ενώ για μεγάλο χρονικό διάστημα του είχε απαγορευτεί η είσοδος στις ΗΠΑ, λόγω της στήριξής του σε αριστερά καθεστώτα. Έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 87 ετών, στις 17 Απριλίου του 2014, χτυπημένος από τον καρκίνο.


Το συγκλονιστικό αποχαιρετιστήριο κείμενο του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες, που έγραψε όταν έμαθε από τους γιατρούς πως πρέπει να παλέψει σκληρά με τον θάνατο

Αν ο Θεός ξεχνούσε για μια στιγμή ότι είμαι μια μαριονέτα φτιαγμένη από κουρέλια και μου χάριζε ένα κομμάτι ζωή, ίσως δεν θα έλεγα όλα αυτά που σκέφτομαι, αλλά σίγουρα θα σκεφτόμουν όλα αυτά που λέω εδώ. Θα έδινα αξία στα πράγματα, όχι γι’ αυτό που αξίζουν, αλλά γι’ αυτό που σημαίνουν. Θα κοιμόμουν λίγο, θα ονειρευόμουν πιο πολύ, γιατί για κάθε λεπτό που κλείνουμε τα μάτια, χάνουμε εξήντα δευτερόλεπτα φως. Θα συνέχιζα όταν οι άλλοι σταματούσαν, θα ξυπνούσα όταν οι άλλοι κοιμόνταν. Θα άκουγα όταν οι άλλοι μιλούσαν και πόσο θα απολάμβανα ένα ωραίο παγωτό σοκολάτα!

Αν ο Θεός μου δώριζε ένα κομμάτι ζωή, θα ντυνόμουν λιτά, θα ξάπλωνα μπρούμυτα στον ήλιο, αφήνοντας ακάλυπτο όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή μου. Θεέ μου, αν μπορούσα, θα έγραφα το μίσος μου πάνω στον πάγο και θα περίμενα να βγει ο ήλιος. Θα ζωγράφιζα μ’ ένα όνειρο του Βαν Γκογκ πάνω στα άστρα ένα ποίημα του Μπενεντέτι κι ένα τραγούδι του Σερράτ θα ήταν η σερενάτα που θα χάριζα στη σελήνη. Θα πότιζα με τα δάκρια μου τα τριαντάφυλλα, για να νοιώσω τον πόνο από τ’ αγκάθια τους και το κοκκινωπό φιλί των πετάλων τους…

Θεέ μου, αν είχα ένα κομμάτι ζωή… Δεν θα άφηνα να περάσει ούτε μία μέρα χωρίς να πω στους ανθρώπους ότι αγαπώ, ότι τους αγαπώ. Θα έκανα κάθε άνδρα και γυναίκα να πιστέψουν ότι είναι οι αγαπητοί μου και θα ζούσα ερωτευμένος με τον έρωτα.

Στους ανθρώπους θα έδειχνα πόσο λάθος κάνουν να νομίζουν ότι παύουν να ερωτεύονται όταν γερνούν, χωρίς να καταλαβαίνουν ότι γερνούν όταν παύουν να ερωτεύονται! Στο μικρό παιδί θα έδινα φτερά, αλλά θα το άφηνα να μάθει μόνο του να πετάει. Στους γέρους θα έδειχνα ότι το θάνατο δεν τον φέρνουν τα γηρατειά αλλά η λήθη. Έμαθα τόσα πράγματα από σας, τους ανθρώπους… Έμαθα πως όλοι θέλουν να ζήσουν στην κορυφή του βουνού, χωρίς να γνωρίζουν ότι η αληθινή ευτυχία βρίσκεται στον τρόπο που κατεβαίνεις την απόκρημνη πλαγιά. Έμαθα πως όταν το νεογέννητο σφίγγει στη μικρή παλάμη του, για πρώτη φορά, το δάχτυλο του πατέρα του, το αιχμαλωτίζει για πάντα. Έμαθα πως ο άνθρωπος δικαιούται να κοιτά τον άλλον από ψηλά μόνο όταν πρέπει να τον βοηθήσει να σηκωθεί. Είναι τόσα πολλά τα πράγματα που μπόρεσα να μάθω από σας, αλλά δεν θα χρησιμεύσουν αλήθεια πολύ, γιατί όταν θα με κρατούν κλεισμένο μέσα σ’ αυτή τη βαλίτσα, δυστυχώς θα πεθαίνω.

Να λες πάντα αυτό που νιώθεις και να κάνεις πάντα αυτό που σκέφτεσαι. Αν ήξερα ότι σήμερα θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να κοιμάσαι, θα σ’ αγκάλιαζα σφιχτά και θα προσευχόμουν στον Κύριο για να μπορέσω να γίνω ο φύλακας της ψυχής σου. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα σ’ έβλεπα να βγαίνεις απ’ την πόρτα, θα σ’ αγκάλιαζα και θα σού ‘δινα ένα φιλί και θα σε φώναζα ξανά για να σου δώσω κι άλλα. Αν ήξερα ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνή σου, θα ηχογραφούσα κάθε σου λέξη για να μπορώ να τις ακούω ξανά και ξανά. Αν ήξερα ότι αυτές θα ήταν οι τελευταίες στιγμές που σ’ έβλεπα, θα έλεγα «σ’ αγαπώ» και δεν θα υπέθετα, ανόητα, ότι το ξέρεις ήδη. Υπάρχει πάντα ένα αύριο και η ζωή μας δίνει κι άλλες ευκαιρίες για να κάνουμε τα πράγματα όπως πρέπει, αλλά σε περίπτωση που κάνω λάθος και μας μένει μόνο το σήμερα, θα ΄θελα να σου πω πόσο σ’ αγαπώ κι ότι ποτέ δεν θα σε ξεχάσω.

Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι’ αυτό μην περιμένεις άλλο, κάν’ το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια τελευταία τους επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά, βρες χρόνο για να τους πεις «συγνώμη», «συγχώρεσέ με», «σε παρακαλώ», «ευχαριστώ» κι όλα τα λόγια αγάπης που ξέρεις. Κανείς δεν θα σε θυμάται για τις κρυφές σου σκέψεις. Ζήτα απ’ τον Κύριο τη δύναμη και τη σοφία για να τις εκφράσεις. Δείξε στους φίλους σου τι σημαίνουν για σένα.

Αν σας άρεσε η δημοσίευση και θέλετε να υποστηρίξετε το Altitude.gr στη λειτουργία του, μπορείτε να κάνετε ένα like στη σελίδα μας στο Facebook, να μοιραστείτε το άρθρο με τους φίλους σας, και να μας ακολουθήσετε σε Instagram, Twitter, Google+, Dailymotion, και YouTube.

ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ