Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα. Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου, που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…

Υπόθεση
Γιε μου,
Πονάει η ψυχή μου τώρα που σου γράφω ξεχασμένος σε ένα καταθλιπτικό δωμάτιο ενός γηροκομείου, αποκομμένος από όλους. Πιο πολύ όμως υποφέρω που δε σε βλέπω. Ξέρω, έχεις τις δουλειές σου και τα τρεχάματά σου, αλλά η μοναξιά πληγώνει πολύ, δεν αντέχεται. Και τι δε θα έδινα για να σε δω! Κι ο χρόνος μου δεν είναι πια πολύς. Μακάρι να είναι όλα καλά στη ζωή σου και να είσαι χαρούμενος και ευτυχισμένος.
Σε σκέφτομαι και σ’ αγαπώ πολύ,
ο πατέρας σου
Ο συνταξιούχος πυροσβέστης Αργύρης Φαρμάκης, τσακισμένος από τη ζωή. Ο γιος του Άρης, με ροπή σε κάθε είδους μπλέξιμο. Τους χωρίζει άβυσσος. Τους ενώνει όμως μια συγκλονιστική εξέλιξη, μέσα από δεκαέξι σπαρακτικά γράμματα.
Μια αληθινή ιστορία πατέρα και γιου που βουτάει ως τα τρίσβαθα της ψυχής και φέρνει δάκρυα στα μάτια…
Διαβάστε απόσπασμα

- Θεματική κατηγορία: Κοινωνικό
- Σειρά: Ελληνική λογοτεχνία
- Ημ. Έκδοσης: 08/10/2020
- Σελίδες: 408
- Ηλικία: 18+
- Χιλιάδα Κυκλ.: 8
- ISBN: 978-618-01-3609-8
- Σχήμα: 14 Χ 21 εκ.
- Βιβλιοδεσία: Χαρτόδετο
- Εκδόσεις: Ψυχογιός
Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος μιλάει για το νέο του μυθιστόρημα – ΤΑ ΔΕΚΑΕΞΙ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
Πέρασαν μήνες ολόκληροι και το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεκολλήσει από το Πικρό γάλα, αφού η συγκλονιστική ιστορία του Φώτη Ραπακούση, κυκλοφορούσε στο αίμα μου, είχε καταλάβει κάθε κύτταρό μου, με είχε σημαδέψει.
Και με είχε προειδοποιήσει γι’ αυτό ο (υπέροχος) Στέφανος Δάνδολος, λέγοντάς μου ότι υπάρχουν κάποια βιβλία που μας χαράζουν ανεξίτηλα.
Νόμιζα ότι δε θα καταφέρω να γράψω σύντομα, ήταν τεράστιο το βάρος της προηγούμενης ιστορίας. Αυτό σκεφτόμουν ένα βράδυ, πίνοντας ένα ποτό μπροστά σε μια θάλασσα αφρισμένη, ανάστατη, έτοιμη να ξεσπάσει. Ένιωθα ότι μου μιλάει. Σαν να έβγαζε ένα παράπονο, έναν λυγμό που καταλάγιαζε στα βράχια.
Ερχόταν στον νου μου η ανατριχιαστική μελωδία του Σταμάτη Σπανουδάκη από τα Πέτρινα χρόνια, αγίασμα στην ψυχή μου το κλαρίνο του Βασίλη Σαλέα, κι ας μου έφερνε δάκρυα.
Τα πέτρινα χρόνια του Φώτη, η σκληρή πάλη του ανθρώπου να σταθεί στα πόδια του, να επιβιώσει, να νικήσει τη μοίρα του.
Η μοίρα είναι παντού, ορατή και αόρατη, φθαρμένη και άφθαρτη, ξέπνοη και θυμωμένη, ορμητική ή συμβιβασμένη, εφησυχασμένη ή φουριόζα, δυνατή ή παραιτημένη.
Ήρθε κι εκείνο το βράδυ των σκέψεων μπροστά στη θάλασσα. Μπροστά μου και εντός μου. Αναπάντεχα, όπως συμβαίνει συχνά.
Γιατί ο ιδιοκτήτης του μαγαζιού, ο Άρης, γνωστός αλλά και άγνωστος σ’ εμένα ως τότε, είχε διάθεση για κουβέντα, σαν να τον πίεζε κάτι στα εσώψυχά του.
Ήθελε να κεράσει και να μιλήσει, να βρίσει τη θάλασσα και τον άνεμο που έδιωχνε τους πελάτες.
Η μια κουβέντα έφερε την άλλη, έτσι γίνεται πάντα, έτσι θα γίνεται «εις τους αιώνας», γιατί αυτή είναι η φύση του ανθρώπου.
Κι όταν εκείνος μαλάκωσε μαζί με το κύμα, ξετύλιξε μπροστά μου άλλη μια δυνατή ιστορία, απ’ αυτές που κάνουν την ψυχή να σπρώχνει δάκρυα προς τα έξω. Πόνου, λύτρωσης, πότε το ’να, πότε τ’ άλλο. Να παίζουν μπουνιές και μετά να σφιχταγκαλιάζονται, το αλισβερίσι της ζωής.
Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη κάποιες φορές να εξομολογούνται. Έτσι φεύγει ο ατμός από το καπάκι του μυαλού κι ηρεμεί λίγο η ψυχή.
Τον άκουγα προσεκτικά. Έχει σημασία να ξέρεις να ακούς. Το επόμενο ποτό τον έλυσε εντελώς.
«Ήμουν κακός γιος γιατί μ’ έφαγε η σκληράδα μου, η ανυποχώρητη τρέλα στο μυαλό μου, η σκέψη μου ότι μπορώ να νικήσω τα πάντα, ακόμα και τον πατέρα μου στις κόντρες μας. Το μετανιώνω κάθε μέρα, το σκυλομετανιώνω δηλαδή. Ότι άφησα τον εγωισμό να διαλύσει τα πάντα. Εκείνος είχε δώσει την ψυχή του σ’ εμένα κι εγώ τον είχα παρατημένο. Σαν να ήθελα να τον τιμωρήσω. Κι έπρεπε να τον δω πεθαμένο για να καταλάβω. Ο βλάκας! Μόνο όταν χάνουμε κάποιον καταλαβαίνουμε. Γιατί είμαστε έτσι;»
Τα λόγια του ακούγονταν σαν λυγμός, καταιγίδα η συνειδητοποίηση ότι η ζωή περνάει και χάνεται και μένουν μόνο θύμησες που άλλοτε γλυκαίνουν κι άλλοτε πικραίνουν πολύ.
Μου είπε για τη συντριβή του στο γηροκομείο, εκεί όπου ήταν παρατημένος ο Αργύρης, ξερό, πεσμένο φυλλαράκι, έρμαιο.
«Αλλά όταν τους έχουμε, αδιαφορούμε, βρίζουμε μέσα μας. Κι έξω μας καμιά φορά. Πόσο σοφός αυτός που είπε ότι σκοτώνουμε τα άλογα όταν γεράσουν. Γιατί πολλοί το κάνουμε…»
Μου είπε και για τα γράμματα του πατέρα του που βρήκε στο γηροκομείο όταν εκείνος πέθανε. Κι είχε φροντίσει να πληρώσει την κηδεία του για να μη φορτώσει τον ίδιο. Εκεί τα δάκρυά του δραπέτευσαν.
Είχε πόνο και οργή. Για τον εαυτό του. Κι η πέτρα που πέταξε πρέπει να έφτασε στη Ρούμελη!
Δεν είχα να κάνω πολλά πράγματα. Μόνο να ακούσω τον εσωτερικό του λυγμό, να τον καταγράψω, ν’ αφήσω την ιστορία να τα πει όλα. Ή μάλλον όχι όλα.
«Σε παρακαλώ, μη βάλεις το κανονικό μας επίθετο. Όχι τόσο για μένα, για εκείνον. Δε χρειάζεται να μάθει όλο το Σώμα πόσο υπέφερε μέσα του. Πόσο τον φαρμάκωσα…»
Φαρμάκης λοιπόν, γιατί η ζωή δίνει πολλά τέτοια.
Ήθελε να διώξει το φαρμάκι, του πλάκωνε την ψυχή και του έκοβε την ανάσα. Κι εκεί που στην αρχή έβριζε τη θάλασσα και το κύμα της, μετά ένιωθε αγαλλίαση με τις σταγόνες της στο σκληρό του πρόσωπο. Η καρδιά είχε πια μαλακώσει από το δάκρυ και την αρμύρα.
«Και τώρα τι; Σφιχτές αγκαλιές στον γιο μου, τον Άλεξ, για να καταλάβει ότι μόνο η αγάπη τα νικάει όλα. Και πρώτα η αγάπη του σπιτιού, από κει ξεκινάνε όλα…»
Δυνάμωνε μέσα μου ο ήχος του Σαλέα κι ένιωσα ανακούφιση που από μικρός πήρα κι έδωσα αγάπη στο σπίτι μου. Να ’ναι τύχη;
Μπορεί. Αλλά έτσι πρέπει να είναι.
Κι ο Άρης; Μέσα σε κλάματα κι ομιλίες συνάντησε το κενό του. Αυτό παλεύει να γεμίσει. Οι κουβέντες κι οι εξομολογήσεις μικραίνουν τα κενά. Ποτέ μια βροχή δεν κρατάει για πάντα…
Ανταμώσαμε κάμποσες φορές για να τον πείσω ότι αξίζει να διαβαστεί η ιστορία του, που είναι μήνυμα για πολλούς.
Και την τελευταία φορά, μου έφερε με καμάρι το κράνος του πατέρα του αλλά και το κουτί με τα γράμματα, «ιερά κειμήλια για μένα, δυνατά φώτα στο μυαλό μου…».
Ο βράχος μέσα του είχε λειανθεί. Γιατί λέγοντας την ιστορία, μαλάκωσε κι ο ίδιος, δίχως όμως να διώξει το παράπονο.
«Ας τον είχα κι ας μην υπήρχε ούτε δεκάρα στο παντελόνι μου. Και ξέρεις τι κατάλαβα μεγαλώνοντας; Πως χρειάζεται να μετανιώνει κανείς κάποιες φορές. Μετά ίσως να είναι πολύ αργά…»
Όταν ξεκίνησα το γράψιμο, είχα δίπλα μου μια φωτογραφία του Αργύρη και μια σέλφι με τον Άρη, εκεί στο μαγαζί. Κι ήταν σαν να τον άκουγα να ψιθυρίζει: Στα λιμάνια των φάρων οι ριπές, ανάψανε φωτιές, αχ, μην κλαις…
Έκλαιγαν τόσο γλυκά οι ουρανόσταλτες μελωδίες της Ευανθίας Ρεμπούτσικα και μου έκαναν συντροφιά όλο τον καιρό της συγγραφής. Με την πρώτη ευκαιρία, θα δώσω στον Άρη ένα cd της για να το βάζει στο μαγαζί. Θα μαλακώσουν τον βράχο του.

ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ
Ο ΜΕΝΙΟΣ ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ δεν ασχολήθηκε με αποτρόπαια εγκλήματα, μετά τις σπουδές του στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Θράκης, παρά μόνο πολύ αργότερα, στα μυθιστορήματά του. Τον είχε κερδίσει ήδη η δημοσιογραφία, την οποία ταλαιπωρεί επί τριάντα οχτώ συναπτά έτη. Ξεκίνησε μαθητής λυκείου ακόμα από το Φως, μύρισε το μελάνι στις εφημερίδες Βραδυνή, Έθνος, Ελεύθερος Τύπος, Αθλητική, Sportime, Derby, στα περιοδικά Εικόνες, Nitro, Active, Επίκαιρα, βούτηξε στα ερτζιανά (ΕΡΑ, Sport FM, Sentra FM, SPORT 24) κι από το 1992 είναι στο Mega Channel. Έκανε τρεις φορές τον γύρο της Ευρώπης, φτάνοντας ως τη Νότια Αφρική, με εκατοντάδες ρεπορτάζ και χιλιάδες βίντεο, όλα με ένα δικό του χρώμα. Είναι μέλος της ΕΣΗΕΑ και του ΠΣΑΤ, από τον οποίο έχει βραβευτεί τέσσερις φορές για τηλεοπτικά θέματα. Παραμένει έφηβος και εκρηκτικός, συνεχίζει να ονειρεύεται, να χαμογελάει, να σαρκάζει και να αυτοσαρκάζεται, και πιστεύει στην… άσπρη μέρα.

Αν σας άρεσε η δημοσίευση και θέλετε να υποστηρίξετε το Altitude.gr στη λειτουργία του, μπορείτε να κάνετε ένα like στη σελίδα μας στο Facebook, να μοιραστείτε το άρθρο με τους φίλους σας, και να μας ακολουθήσετε σε Instagram, Twitter, Dailymotion, και YouTube.